- διάστιξις
- διάστιξιςbrandingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαστίξει — διάστιξις branding fem nom/voc/acc dual (attic epic) διαστίξεϊ , διάστιξις branding fem dat sg (epic) διάστιξις branding fem dat sg (attic ionic) διαστίζω distinguish by a mark aor subj act 3rd sg (epic doric) διαστίζω distinguish by a mark fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίξεσιν — διάστιξις branding fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάστιξιν — διάστιξις branding fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάστιξη — (AM διάστιξις) [διαστίζω] ο χωρισμός λέξεων ή φράσεων με τα σημεία στίξεως, η στίξη νεοελλ. 1. στολισμός επιφάνειας με στίγματα, στιγματισμός 2. ειδικά η διακόσμηση τού ανθρώπινου σώματος με παραστάσεις δερματοστιξία, τατουάζ μσν. 1. στιγματισμός … Dictionary of Greek
διαστίξεως — διαστίξεω̆ς , διάστιξις branding fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)